- μετασκευωρήσασθαι
- μετασκευωρέομαιalteraor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετασκευωρούμαι — μετασκευωροῡμαι, έομαι (Α) μεταβάλλω, αλλάζω, αλλοιώνω («τοὔνομα μετασκευωρήσασθαι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκευωροῦμαι «κατασκευάζω, ενεργώ δόλια»] … Dictionary of Greek